- ταβουλατούρα
- η, Νμουσ. παλαιότερο σύστημα σημειογραφίας τής ενόργανης μουσικής, συνώνυμο αρχικά με την παρτιτούρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Tabulatur < νεολατ. *tabulatura < λατ. tabula «πίνακας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.